- εὐκάματος
- εὐκάματοςof easy labourmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκάματος — εὐκάματος, ον (ΑΜ) αρχ. μσν. 1. ο κατασκευασμένος με κόπο 2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος 2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα 3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» οι στέφανοι που κερδίζονται με… … Dictionary of Greek
εὐκάματον — εὐκάματος of easy labour masc/fem acc sg εὐκάματος of easy labour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοιο — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοις — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοισι — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτοισιν — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτου — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτους — εὐκάματος of easy labour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτων — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαμάτῳ — εὐκάματος of easy labour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)